- ξυλαέριο
- τοχημ. αέριο πλούσιο σε μονοξείδιο και διοξείδιο τού άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων, αποτελεί παραπροϊόν τής παρασκευής τών ξυλανθράκων και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη στους τόπους τής παραγωγής του.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. gaz de bois].
Dictionary of Greek. 2013.